- φθινομετόπωρον
- φθῐνο-μετόπωρον, τό, = μετόπωρον, τό, An.Ox.1.108, EM371.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθινομετόπωρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινομετόπωρον — τὸ, Α το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + μετόπωρον «φθινόπωρο»] … Dictionary of Greek